επιπροσθέτησις

επιπροσθέτησις
ἐπιπροσθέτησις, ἡ (Α) [επιπροστίθημι]
1. τοποθέτηση μπροστά σε κάτι, απόκρυψη κάποιου πράγματος με παρεμβολή («ἔκλειψις ἡλίου... κατ’ ἐπιπροσθέτησιν ἄλλων τινῶν, ἤ γῆς», Επίκουρ.)
2. είδος επιδέσμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπροσθέτησιν — ἐπιπροσθέτησις occultation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπροσθετήσεων — ἐπιπροσθετήσεω̆ν , ἐπιπροσθέτησις occultation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”